Ας υποθέσουμε πως κάποια παντοδύναμη ύπαρξη πάει κοντά σε κάποιο ανυποψίαστο πλάσμα και μυστικά, έτσι που να μην γίνει αντιληπτή, του χαρίζει ένα δώρο που δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί.
Αυτό είναι το πέταγμα.
Θέλω να ανοίξω τα χέρια μου και να αγκαλιάσω τα πάντα. Τα ανοίγω και αυτά μεταμορφώνονται σε φτερά. Με τα φτερά μπορώ και νοιώθω έναν καινούριο κόσμο. Φτιαγμένο από έξαψη και αγάπη.
Φλογισμένοι καταράκτες ξεκινούν από τη γη και φτάνοντας ψηλά μεταμορφώνονται σε άσπρα προβατάκια. Τους ψάχνουμε. Αυτοί οι καταράκτες με δέος μας παρασέρνουν ψηλά. Τους ακολουθούμε προσεκτικά.
Ένας φωτεινός δίσκος κάτω στη γη με ακολουθεί όπου και να πάω.
Πετάω δίπλα από τους αετούς και αυτοί γυρνούν το κεφάλι και με το βλέμμα τους μου δίνουν τη δύναμη τους. Καταλαβαίνουν την προσπάθεια μας να πετάξουμε. Την εκτιμούν γιατί ξέρουν.
Τώρα επιστρέφω πίσω στη γη ένας καινούριος άνθρωπος. Κάθε κύτταρο μου είναι καινούριο. Κάποια παντοδύναμη ύπαρξη μου έχει χαρίσει ένα αφάνταστο δώρο. Αυτή η ύπαρξη αισθάνεται καλύτερα από μένα που μου προσφέρει το δώρο της.
Κι όμως, για μια στιγμή μου επιτρέπει να αισθανθώ το συναίσθημα της.
Κι αυτό το συναίσθημα θέλω να στο χαρίσω.